Γιώργος Μαρκόπουλος: “Γεννήθηκα στη Μεσσήνη”



Της Μαρίας Νίκα 

«Γεννήθηκα το 1951 στη Μεσσήνη της Μεσσηνίας, μια μικρή πολιτεία που βρίσκεται κοντά στην Καλαμάτα, την Πύλο, τη Μεθώνη και την Κορώνη. Τα σπίτια ήταν χαμηλά, οι συνθήκες δεν ήταν ιδιαίτερα καλές. Δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρισμός. Βλέπαμε με τα λυχνάρια και τις λάμπες του πετρελαίου, ενώ στα καταστήματα υπήρχαν τα λεγόμενα λουξ και οι ασετυλίνες...

Το χαρακτηριστικό της ζωή μας εκεί ήταν ότι είχαμε πολύ βαρύ χειμώνα και θυμάμαι τους δρόμους να είναι διαρκώς βρεγμένοι. Θυμάμαι ένα νοτισμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τοπίο. Όταν όμως ερχόταν η άνοιξη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Υπήρχε ένα εκπληκτικό φως, ένας ήλιος λαμπρός, μεσογειακός, που νομίζω ότι χαρακτήρισε πάρα πολύ έντονα την ψυχοσύνθεσή μου.
Ο πατέρας μου ήταν κουρέας και ταυτοχρόνως διατηρούσαμε και ένα μικρό κτήμα. Αγροτικές εργασίες…
Το κουρείο για μένα υπήρξε χώρος ονειρικός και η μεγαλύτερη εύνοια της τύχης μου σε μία ηλικία, την παιδική, που είναι τόσο φωτεινή και τόσο ακριβή για όλους τους ανθρώπους. Ήταν χώρος μαγικός γιατί μέσα εκεί άκουσα συζητήσεις φοβερές, άκουσα θρύλους, άκουσα μύθους, έζησα τη θαλπωρή του μαγαζιού και γνώρισα πολλά πράγματα στην πιο αυθεντική τους στιγμή.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη γοητεία που άφησαν μέσα μου τα γλέντια που γίνονταν για να αποχαιρετίσουμε διάφορες κοπέλες που έφευγαν τότε για την Αυστραλία και τη Γερμανία. Έχω ζήσει μέσα από το γλέντι όλη αυτή τη θλίψη των παντοτινών αποχωρισμών. Γιατί τότε ήταν παντοτινοί αυτοί οι αποχωρισμοί. Έφευγαν οι άνθρωποι κι έκαναν σχεδόν ένα μήνα να φτάσουν στον προορισμό τους. Το να γυρίσουν ήταν σχεδόν αδιανόητο, ξεγραμμένο…
Είχαμε μια μπάντα. Η μπάντα τότε έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μας, γιατί δεν υπήρχε η μουσική τόσο διαδεδομένη με τα ραδιόφωνα που κυριαρχούν σήμερα, με τα πικάπ και τα cd. Η μπάντα έπαιξε λοιπόν πολύ σημαντικό ρόλο στην πολιτεία μας και στη δική μου τη ζωή, όχι μόνο στις γιορτές αλλά και στις κηδείες. Έπαιζε Μπετόβεν, τη Μάρτσια Φουνέμπρε, και μία άλλη σύνθεση ενός αγνώστου σε μένα συνθέτη που λεγόταν "Μαραμένα φύλλα"…
Πιστεύω ότι τα ποιήματά μου είναι μία διαρκής επιστροφή. Και η πατρίδα έτσι λειτουργεί. Πάω για να ζητήσω κάτι που πια δεν υπάρχει. Γι' αυτό και η σχέση είναι μια σχέση ταραχής, θα έλεγα».




Πριν από μερικούς μήνες ο Γιώργος Μαρκόπουλος μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι θα μου έστελνε, με το ταχυδρομείο, ένα βιβλίο που είχε γράψει για εκείνον ο Θεοδόσης Πυλαρινός. Είχε συγκεντρώσει, όπως μου εξήγησε, αποσπάσματα από κάποιες συνεντεύξεις του. Πράγματι μέσα στις επόμενες ημέρες έλαβα το βιβλίο. Του έριξα μια γρήγορη ματιά και το άφησα για να το ξαναδώ κάποια στιγμή με την ησυχία μου. Διαβάζοντάς το όμως, κατά τη διάρκεια του πρόσφατου εγκλεισμού, ανακάλυψα ότι δεν ήταν αυτό που μου είχε περιγράψει, με τη γνωστή του σεμνότητα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος. Δεν επρόκειτο απλώς για αποσπάσματα από κάποιες συνεντεύξεις του, αλλά για τη ζωή του. Μια άτυπη αλλά πλήρη βιογραφία του σπουδαίου ποιητή από τη Μεσσήνη, δοσμένη με εξαιρετικό τρόπο από τον συγγραφέα του βιβλίου. Τίτλος: «Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο», εκδόσεις Εκάτη.

Το βιβλίο περιλαμβάνει αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Γιώργου Μαρκόπουλου στον αθηναϊκό και τοπικό Τύπο (Η Καθημερινή, Το Βήμα, Η Αυγή, Έθνος, Η εποχή, Ελευθεροτυπία, Θάρρος και Ελευθερία της Καλαμάτας, Flash της Μεσσηνίας κ.ά.). Τα αποσπάσματα στην αρχή αυτού του κειμένου, τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο, είναι από συνέντευξη που μου είχε δώσει το 2000 για την εφημερίδα Θάρρος της Καλαμάτας.

Ο Θεοδόσης Πυλαρινός βάζει τον ίδιο τον ποιητή να μιλάει για το έργο και τη ζωή του, επιλέγοντας πολύ χαρακτηριστικά σημεία. Σταθμό θεωρεί τη μετακόμιση με την οικογένειά του στην Αθήνα στα 14 χρόνια του:

«Στην αρχή έκλαιγα και χάιδευα τους τοίχους του σπιτιού πριν φύγουμε από την πατρίδα μου. Αλλά όταν φτάσαμε εδώ, μαγεύτηκα. Δεν ξέρω τι με ώθησε μυστικά από την πρώτη βδομάδα, να θέλω να ανακαλύψω τι γινόταν σε αυτήν την πόλη» λέει στον Γιώργο Δουατζή και την «Καθημερινή» τον Νοέμβρη του 2006.

Θυμάται με νοσταλγία λογοτέχνες φίλους του: «Με δύο ανθρώπους πέρασα τριάντα χρόνια τα απογεύματά μου, μιλώντας πάνω από δύο ώρες με τον καθένα στο τηλέφωνο. Τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Γιάννη Κοντό. Ο Βαρβέρης καλαίσθητος και μορφωμένος με έμαθε χιλιάδες πράγματα, και ο Κοντός ιδιαιτέρας λόγιας αλλά και λαϊκής παιδείας και γνώστης της ιστορίας με καθήλωνε στο ακουστικό… Βαρβέρης, Κοντός, Νικολάκης – που είχε το βιβλιοπωλείο -, Ρούλα Κακλαμανάκη, Ερρίκος Μπελιές και Κώστας Τσαλαπάτης με πόνεσαν στη ζωή μου, γιατί τους έχασα όλους ξαφνικά, τον έναν μετά τον άλλον» (Popaganda 2018, στη Λίνα Ρόκου).




Λέει και για τα σινεμά, τα μπαρ, τις συγκεντρώσεις με τις πολιτικές συζητήσεις, για τη γειτονιά του, τη Βικτώρια «όπου οι άνθρωποι μετράνε τα χρήματα και για το εισιτήριο του τρένου», για τον πατέρα του που ήταν δεινός φλαουτίστας: «Χωρίς να συνεννοηθούμε με τον αδελφό μου, όταν πέθανε κι αδειάζαμε το σπίτι, πήρε εκείνος το φλάουτο κι εγώ τα κουρευτικά του εργαλεία. Τα μυρίζω κι ακόμη δεν έχει χαθεί η μυρουδιά της πούδρας από τη δεκαετία του ΄60. Για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω αν μυρίζουν ακόμη ή αν η δική μου επιθυμία ανακαλεί τη μυρουδιά αυτή» εξομολογείται στον Θανάση Νιάρχο για τα Νέα του Σαββατοκύριακου τον Ιούνιο του 2013.

Μιλά ακόμη για την αριστερά και το ποδόσφαιρο, για τον έρωτα, τον πόνο, το θάνατο, για τον Λειβαδίτη, τον Παπαδίτσα, τον Πατρίκιο, τον Αναγνωστάκη, τον Κατσαρό, τον Σαχτούρη, τον Καρούζο…

Μιλά και για τα έργα του, τα ποιητικά κυρίως: την «Κλεφτουριά του κάτω κόσμου», το «Η θλίψις του προαστίου», τους «Πυροτεχνουργούς», τον «Κρυφό κυνηγό», την «Εβδόμη συμφωνία», το «Μη σκεπάζεις το ποτάμι», την «Ιστορία του ξένου και της λυπημένης»…

«Τι είναι η ποίηση; Ένας τρόπος που με βοηθάει μέσα από την οδύνη της να περνάω όσο γίνεται πιο ανώδυνα αυτή την περιπέτεια που ονομάζουμε ζωή» λέει το 1994 στην Αγγελική Κώττη για το Έθνος. 

Και την ίδια χρονιά στον Βασίλη Καλαμαρά για την Ελευθεροτυπία: «Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι οι ποιητές είναι τα πιο έρημα παιδιά της φωταψίας. Νεκροταφεία είναι, τα οποία έχουν όμως μια τέλεια, μια πάρα πολύ επιτυχημένη ηλεκτρική εγκατάσταση, που σε ξεγελάει».

* Ο πίνακας στο εξώφυλλο του βιβλίου είναι του Προκόπη Μαρκόπουλου. "Μεσσήνη 1960"