Ζάκυνθος



Έψαχνα ένα μέρος για ολιγοήμερες διακοπές με την κόρη μου. Έτσι διάλεξα τη Ζάκυνθο. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλός προορισμός για ένα παιδί και επιπλέον σχετικά κοντά στην Καλαμάτα, ούτε μια ώρα με το καράβι από το λιμάνι της Κυλλήνης...

Ήξερα ότι ήταν τουριστικό νησί αλλά δεν περίμενα ότι φτάνοντας θα αντίκριζα τόσες περιοχές που θα θύμιζαν τα Μάλια ή τη Χερσόνησο της Κρήτης. Χωριά «πνιγμένα» στις ξενόγλωσσες επιγραφές, τις κακόγουστες καφετέριες, τις πισίνες δίπλα στη θάλασσα, το fast food, τους οδηγούς-ξεναγούς που μιλούσαν μόνο αγγλικά ή έστω ιταλικά, ακόμη και αν στην παρέα των επισκεπτών υπήρχαν αρκετοί Έλληνες, και ένα προκλητικό «εμπόριο» γύρω από τη θαλάσσια χελώνα καρέτα-καρέτα, που είναι ζήτημα για πόσο καιρό ακόμη θα επιβιώνει στην περιοχή με όλο αυτό που συμβαίνει.




Μεσημέρι στην παραλία του Κεριού. Μια χελώνα βυθισμένη στον πάτο της θάλασσας κι από πάνω της τρία - τέσσερα σκάφη γεμάτα τουρίστες να περιμένουν να ανέβει στην επιφάνεια για να τη φωτογραφίσουν. «Μόνο 25 με 30 λεπτά αντέχει μέσα στο νερό, μετά είναι αναγκασμένη να πάρει αέρα. Που θα πάει, θα βγει» μας διαβεβαίωναν οι καπετάνιοι-ξεναγοί. Κι αφού έπρεπε να αναπνεύσει, τι να κάνει η δύσμοιρη… Τρομαγμένη - ξετρομαγμένη, αναδύθηκε. Εννοείται ότι αν δεν αναδυόταν, τα σκάφη δεν έφευγαν από πάνω της.




«Κάνουμε βόλτα με το καραβάκι και μπορεί στη διαδρομή να δείτε καμιά καρέτα-καρέτα να κολυμπάει» μας είχαν πει. Καρέτα - καρέτα να κολυμπάει δεν είδαμε πουθενά. Μόνο αυτή την ταλαίπωρη, που βρίσκεται όπως καταλάβαμε στο ίδιο πάντα σημείο για να τη φωτογραφίζουν οι τουρίστες. Και βέβαια το μετάνιωσα που συμμετείχα σε μια τέτοια εκδρομή με την κόρη μου.




Ευτυχώς υπάρχει και η άλλη Ζάκυνθος. Γι’ αυτή τη Ζάκυνθο θέλω να μιλήσω, τη μη τουριστική. Γιατί το νησί έχει και υπέροχα μέρη που παραμένουν απλά και όμορφα. Επίσης, φιλόξενους και ευγενείς ανθρώπους, αν εξαιρέσουμε αυτόν που μας «έκλεισε» διπλοπαρκάροντας στην παραλιακή την ημέρα της αναχώρησής μας και για πέντε λεπτά δε χάσαμε το πλοίο. Χρειάστηκε να ειδοποιήσουμε το Λιμενικό για να τον βρουν και να μας «ελευθερώσει».




Με λίγο ψάξιμο στο διαδίκτυο έκλεισα δωμάτιο στην Ψαρού, ένα ήσυχο μη παραθαλάσσιο χωριουδάκι στην ανατολική πλευρά. Στη διαδρομή η Θεανώ με ρωτούσε εάν το ξενοδοχείο θα έχει πισίνα κι εγώ που ήξερα ότι δεν επρόκειτο για ξενοδοχείο αλλά για απλά δωμάτια και ότι πισίνα δεν υπήρχε, της άλλαζα κουβέντα μέχρι να φτάσουμε.
Ο ξενώνας της κυρίας Κατερίνας, ένα διώροφο σπίτι με κήπο, από την πίσω πλευρά έβλεπε σε μια απέραντη έκταση με ελιές, πορτοκαλιές, πεύκα και κυπαρίσσια. Αριστερά η πλαγιά του βουνού, δεξιά στο βάθος η θάλασσα. Φτάνοντας το μεσημέρι, μέσα στη κάψα του Αυγούστου, στο ψυγείο, σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο, μας περίμενε ένα πιάτο με δροσερή «φρυγανιά Ζακύνθου». Σιροπιασμένη φρυγανιά με μια στρώση ελαφριάς κρέμας αραβοσίτου, το ωραιότερο σπιτικό γλυκό που έχω δοκιμάσει. Το φτιάχνουν, λέει, πολύ στη Ζάκυνθο. Η γαστρονομική φιλοξενία συνεχίστηκε όταν το μεθεπόμενο πρωί η κυρία Κατερίνα μου χτύπησε την πόρτα κρατώντας ένα πιάτο με τη φημισμένη πεντανόστιμη ομελέτα της. Αλλά και την ημέρα της αναχώρησης, με τη μυρωδάτη φανουρόπιτα, που μας φίλεψε για να ΄χουμε να τσιμπάμε κάτι στο ταξίδι.




Δύο περίπου χιλιόμετρα από την Ψαρού, υπάρχει η θάλασσα της Ψαρούς. Μια ήσυχη παραλία, με ψιλή άμμο, χωρίς ξαπλώστρες κι ένα εκπληκτικό ταβερνάκι πάνω στο κύμα. Αναρωτιέσαι πώς αυτό το σημείο έχει μείνει τόσο άθικτο. Το απόγευμα βλέπεις από εκεί το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα και το βράδυ ξεχωρίζεις τα φώτα της Κεφαλλονιάς απέναντι. Ένα μέρος που θα ήθελες να πας με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη σου.




Στο ταβερνάκι, στην παραλία της Ψαρούς, ξαναπήγαμε το τελευταίο βράδυ, πριν αφήσουμε το νησί. Σαν αποχαιρετισμό. Είχε αέρα και η ταβέρνα ήταν άδεια. Μόνο ένας Ιάπωνας καθόταν στο διπλανό τραπέζι με μια μπύρα και χάζευε για ώρα τη θάλασσα. Ήταν ξυπόλυτος, φορούσε λουλουδάτο πουκάμισο και βερμούδα. Όταν βράδιασε παρήγγειλε κόκορα με μακαρόνια. Έφαγε, συζήτησε λίγο στα αγγλικά με την κυρία Τζένη, τη σερβιτόρα του μαγαζιού, και ύστερα έφυγε για το δωμάτιό του.
«Τον είδες;» μου λέει μετά η κυρία Τζένη. «Ζει στη Μελβούρνη και έχει εταιρεία με υπολογιστές. Πολλά λεφτά. Είναι σχεδόν μήνα στην Ελλάδα. Πήγε σε όλα τα νησιά και τώρα θα συνεχίσει, λέει, Κωνσταντινούπολη. Αυτά είναι! Όχι σαν εμένα που έχω πέντε χρόνια να πάω στην καφετέρια του διπλανού χωριού».




Πριν ανέβουμε στο καράβι για την επιστροφή επισκεφθήκαμε το Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, με το μαυσωλείο του εθνικού ποιητή και του Κάλβου. Κι όπως κατηφορίζαμε για να μπούμε στην πόλη, περάσαμε για τελευταία φορά από το σπίτι με τα γεράνια και τα γαλάζια παράθυρα στη στροφή, πάνω απ' τη θάλασσα. Και θυμήθηκα πάλι «Τα μπλε παράθυρά σου» του Βαμβακάρη.

*Για τα σκουπίδια που βλέπεις διάσπαρτα στο νησί δε θα πω. Το πρόβλημα είναι πανελλαδικό. Εμείς εδώ τα «κρύβουμε» στον Ταΰγετο διαπράττοντας περιβαλλοντικό έγκλημα. Εκεί απλά δεν τα μαζεύουν.

Κείμενο, φωτογραφίες: Μαρία Νίκα