Ο Μιχάλης Μακρόπουλος για το “Μαύρο νερό” λίγο πριν την παρουσίαση στην Καλαμάτα



Συνέντευξη στη Μαρία Νίκα 

Διάβασα το «Μαύρο νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου μέσα σε λίγες ώρες. Με το που έκλεισα το βιβλίο, συγκλονισμένη ακόμη, επικοινώνησα μαζί του για να του ζητήσω μια συνέντευξη, με αφορμή την παρουσίαση στις 22 Νοέμβρη στην Καλαμάτα. Τον βρήκα στη Λευκάδα όπου ζει με την οικογένειά του, όταν δεν επισκέπτονται το Δελβινάκι της Ηπείρου, το χωριό της συζύγου του όπου περνούν επίσης αρκετό χρόνο...


Στην Ήπειρο εκτυλίσσεται και το «Μαύρο νερό». Ένα βιβλίο που, αφού το διαβάσεις, αισθάνεσαι ότι δεν είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που ήσουν πριν. Γιατί μπορεί γενικά κι αόριστα να αγαπάς το περιβάλλον, όμως διαβάζοντας αυτή τη σπαρακτική νουβέλα αποκτάς συνείδηση. Πλησιάζεις τόσο πολύ τους ήρωες, που είναι σαν να βιώνεις μαζί τους την καταστροφή. Τόσο άμεσα είναι δοσμένη.
Σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Ηπείρου, ένας άνεργος πατέρας και ο ανάπηρος γιος του αρνούνται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους που έχει καταστραφεί περιβαλλοντικά από τη βίαιη επιχειρηματική επέμβαση μιας εταιρείας. Τα πάντα είναι μολυσμένα, το νερό, τα φυτά, τα ζώα, τα ψάρια της λίμνης. Το χωριό έχει αποδεκατιστεί. Άλλοι αρρώστησαν και πέθαναν, άλλοι έχουν ήδη αρρωστήσει κι άλλοι άφησαν τον τόπο τους για να μετακομίσουν στα καινούργια σπίτια που τους έδωσε η εταιρεία στα Γιάννενα. Οι ελάχιστοι κάτοικοι που έχουν απομείνει τρέφονται με κονσέρβες και πίνουν νερό της βροχής, που μαζεύουν σε δεξαμενές. Για να τους αναγκάσουν να φύγουν τους κόβουν τη συγκοινωνία (χωρίς λεωφορείο χρειάζονται πλέον 10 ώρες περπάτημα για να φτάσουν στα Γιάννενα και να αγοράσουν τρόφιμα) ενώ τους μειώνουν και το επίδομα, αυτό που λαμβάνουν για την καταστροφή που έχει υποστεί η περιοχή τους. Όταν πατέρας και ανάπηρος γιος (η μάνα έχει κι αυτή πεθάνει) μένουν ολομόναχοι στο έρημο χωριό, η καθημερινότητα γίνεται αφόρητη. Όμως η τρυφερή σχέση ανάμεσά τους παραμένει. Είναι συγκινητικός ο τρόπος που ο ένας φροντίζει τον άλλον. Ο πατέρας τον κουβαλάει παντού στην πλάτη, τον κάνει μπάνιο, του κόβει τα νύχια, τον μεταφέρει στην τουαλέτα. Και ο γιος, όταν ο πατέρας επιστρέφει από τα Γιάννενα, δεν τον ρωτάει αν του έφερε κανένα βιβλίο, για να μη τον στεναχωρήσει, αφού ξέρει ότι τα λεφτά δε φτάνουν πια ούτε για φαγητό…
   

- Οι ήρωές σας αρνούνται μέχρι τέλους να εγκαταλείψουν το χωριό τους παρότι η εταιρεία που εκμεταλλεύεται την περιοχή τους τους παρέχει νέα σπίτια για να μετακομίσουν. Οι περισσότεροι θα θεωρούσαν την άρνησή τους μάταιη αυτοκτονία.

Πράγματι, οι περισσότεροι θα έφευγαν – και έχουν φύγει στην ιστορία μου, με δύο τρόπους: είτε φεύγοντας είτε πεθαίνοντας. Έχουν μείνει μια δράκα άνθρωποι – αυτοί που ’ναι βαθύτερα ριζωμένοι, βασικά αυτοί που θέλουν να είναι κοντύτερα στους νεκρούς τους, στα σπίτια που μέσα τους κλείνουν αυτούς τους νεκρούς: στα παλιά έπιπλα, στις γωνίες, σε ρούχα που πλέον κρέμονται αφόρετα μες στις ντουλάπες. Η άρνησή τους να φύγουν δεν είναι μάταιη αυτοκτονία, γιατί αυτοκτονεί αυτός που είναι ζωντανός. Τούτοι οι άνθρωποι ζουν τόσο καιρό μαζί με τους νεκρούς, που έχουν πάρει κατιτίς από την άυλη ύπαρξή τους: τριγυρνούν στο χωριό σαν σκιές, μιλούν λίγο – η μοναξιά είναι γι’ αυτούς όχι ο πιο φυσικός τρόπος να υπάρχουν, αλλά ο μοναδικός πλέον.




- Το «Μαύρο νερό» διαδραματίζεται σ’ ένα ηπειρώτικο χωριό. Σας επηρέασε το θέμα των εξορύξεων στην Ήπειρο;

Φυσικά. Αυτό, και η τραγωδία στο Μάτι –το βάραθρο που ανοίχτηκε ανάμεσα στους πολίτες και το ανάλγητο κράτος–, ήταν το έναυσμα για να γεννηθεί το Μαύρο νερό. Το διήγημα γράφτηκε γρήγορα, με θυμό και στεναχώρια, που μπόρεσα όμως στην ιστορία μου να τα απαλύνω μέσ’ από την αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον ανάπηρο γιο, τις δύο πρωταγωνιστικές μου φιγούρες.


- Κατοικείτε στη Λευκάδα και στο Δελβινάκι Πωγωνίου. Οι ιστορίες όμως των περισσότερων βιβλίων σας εκτυλίσσονται στην Ήπειρο. Τι είναι αυτό που σας συγκινεί τόσο σε αυτή την περιοχή;

Αντί γι’ άλλη απάντηση, βάζω εδώ ένα απόσπασμα από ένα βιβλιαράκι που είχα γράψει κι εκδόθηκε απ’ το Fagotto, με τίτλο Οδοιπορικό στο Πωγώνι. Ίσως βρείτε σ’ αυτό την απάντηση:
«Ανηφορίζω και παίρνω, αριστερά, το χωματόδρομο για τον Αϊ-Δημήτρη. Έχω πάρει εκατοντάδες φορές αυτόν το δρόμο.
Περισσότερο από το να παίρνω καινούριους δρόμους, μ’ αρέσει να ακολουθώ δρόμους που έχω ξαναπάρει. Έχω μεγαλύτερη εμπιστοσύνη τότε στα πόδια μου κι αφήνομαι στο ρυθμό τους. Δεν προσπαθώ, επειδή ο δρόμος είναι καινούριος, να κλείσω σε μια ματιά ό,τι υπάρχει γύρω μου. Αυτό κουράζει.
Περνώ, στα δεξιά, τον Αϊ-Θανάση· παραπάνω, στ’ αριστερά, τον Αϊ-Μηνά. Ύστερα η ανηφόρα παίρνει κι άλλη κλίση, ως την καμπή, όπου ο δρόμος γίνεται πάλι πιο ομαλός, μόνον ελαφρά ανηφορικός, και δεξιά μου τώρα είναι δυο αλώνια κι ένα χάλασμα, παλιά στάνη, και παραπέρα ένα εικόνισμα.
[…]
Το Δελβινάκι είναι χωστό χωριό, σε λάκκα, αλλ’ εδώ η εικόνα πλαταίνει κι αγκαλιάζει ορίζοντες. Όπως στέκομαι με το εικόνισμα και το Δελβινάκι πίσω μου, αριστερά μου, νοτιοδυτικά, είναι ο Αϊ-Γιάννης, η κάτω Ρονίτσα, ο Κασιδιάρης, η Μουργκάνα. Αντίκρυ, το Μπόζοβο ή Μακρύκαμπος. Δεξιά μου, νοτιοανατολικά, οι χαμηλές κορυφές του Κουτσόκρανου.
Υπάρχουν φορές που στέκομαι σε τούτη την τοποθεσία, παίρνω βαθιά ανάσα και τα πνευμόνια μου γεμίζουν σύννεφα. Κάθομαι με τη ράχη ακουμπισμένη στο εικόνισμα κι όλα είναι και κοντινά και μακρινά, και τα πάντα, μικρά ή μεγάλα, είναι ισάξια. Η πέτρα μπρος στα πόδια μου είναι ισάξια με τη μακρινή Μουργκάνα. Το χειμώνα, το χνότο μου είναι άλλο ένα σύννεφο που παίρνει κι αυτό τη θέση του στον ουρανό.
Είναι τοποθεσίες όπου σου φαίνεται πως ο κόσμος αποχτά μεγαλύτερη διαύγεια και τα περιγράμματα σού φανερώνονται πεντακάθαρα.
[…]
Αποδώ, η νοητή προέκταση του δρόμου οδηγεί όλο και μακρύτερα τη ματιά μου».


- Αθηναίος που έμεινε χρόνια και στη Θεσσαλονίκη, έχετε επιλέξει πια να ζείτε με την οικογένειά σας μακριά από το «κέντρο». Υπάρχει κάτι που σας λείπει από τις μεγάλες πόλεις;

Οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, αλλά μία φορά το μήνα πηγαίνω στην Αθήνα. Πηγαίνοντας, παίρνω τη δόση που χρειάζομαι απ’ όσα άλλα μου λείπουν: σινεμά, εκθέσεις, κ.λπ.


- Το τέλος του «Μαύρου νερού» είναι αναπάντεχο και κάπως απόκοσμο, θα έλεγα. Μου θύμισε λαϊκό παραμύθι. 
Το ότι η σύζυγός σας (Αναστασία Δεληγιάννη) εκτός από μεταφράστρια λογοτεχνίας είναι και αφηγήτρια παραμυθιών σας επηρεάζει;

Όχι. Το ότι είναι αφηγήτρια παραμυθιών, πράγμα που λέει κάτι για το χαρακτήρα της, είναι ένας από τους λόγους που είμαστε μαζί.


- Παρά την τραγικότητα της ιστορίας σας, βρήκα σε αυτήν αισιοδοξία. Πιστεύω ότι είναι τόσο δυνατή που θα μπορούσε να επηρεάσει τη σκέψη των ανθρώπων. Εσείς το πιστεύετε;

Δεν ξέρω. Αυτό θα πρέπει να το πουν οι αναγνώστες – εγώ μάλλον είμαι ο λιγότερο αρμόδιος για να απαντήσω. Αυτό θα πρέπει να μου το απαντήσετε εσείς.


* Το «Μαύρο νερό» (εκδόσεις Κίχλη) θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου στην Καλαμάτα, στις 7.30 μ.μ. στην Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης. Για το βιβλίο θα μιλήσουν η ποιήτρια Ελένη Κοφτερού, η φιλόλογος, συγγραφέας Χαρά Νικολακοπούλου και ο συγγραφέας. Τη συζήτηση θα συντονίσει ο Βασίλης Μπαζάνης, πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Μεσσηνίας. Διοργάνωση: Εκδόσεις Κίχλη, ΣΦΜ, Βιβλιοπωλείο Βιβλιόπολις.