Χρύσα Φωτοπούλου: “Γράφω για ό,τι με καίει”



Συνέντευξη στη Μαρία Νίκα

Αναζητώντας ένα φωτεινό πρόσωπο για την πρώτη συνέντευξη της καινούργιας χρονιάς, το πρώτο που μου ήρθε στο νου ήταν η Χρύσα Φωτοπούλου. Όχι μόνο γιατί θαυμάζω τον εμπνευσμένο τρόπο γραφής της, αλλά γιατί είναι ένα νέο κορίτσι που επιμένει να συγκινείται και να ονειρεύεται κόντρα στον κυνισμό και την απάθεια, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι έρχεται από άλλη εποχή. Η Χρύσα είναι ένας άνθρωπος που δε χάνει ποτέ το κουράγιο του, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ίσως μόνο για λίγο, καμιά φορά, όταν ψάχνει να νοικιάσει σπίτι στο Παγκράτι και δε βρίσκει, αλλά και πάλι…
Μεγάλωσε στην Καλαμάτα, σπούδασε Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γράφει από το 2011 και τα τελευταία δύο χρόνια έχει αναλάβει τις «Τέχνες» στην Κυριακάτικη «Νέα Σελίδα» των εκδόσεων Λιβάνη.


- Γιατί Γλωσσολογία;

Όταν έγινα 15 χρόνων, άρχισα να κάνω μαθήματα με έναν φιλόλογο, τον Γιώτη Νικολαΐδη, που όλοι στην Καλαμάτα φώναζαν και φωνάζουν «Δάσκαλο». Έκθεση και Αρχαία Ελληνικά. Συνειδητοποίησα, πολύ νωρίς, ότι δεν πρόκειται για κάτι σύνηθες - το να πηγαίνω δηλαδή στο φροντιστήριό του, να τον περιμένω να ποτίσει τις φράουλες και μετά να μιλάμε για ποίηση. Ό,τι συζητούσαμε στην αίθουσα, με απασχολούσε για ώρες, μετά στο σπίτι. Είχε την ικανότητα αυτός ο άνθρωπος να με επηρεάζει βαθιά, χωρίς να φαίνονται τα σημάδια του πάνω μου. Όταν δεν έκανε μάθημα, έπαιρνε ένα ποδήλατο και πήγαινε μέχρι το λιμάνι, για να δει τι ψάρια έπιασε. Είπα, λοιπόν, από την τρίτη κιόλας συνάντησή μας, ότι θέλω να σπουδάσω αυτό που σπούδασε ο δάσκαλος. Έτσι συνέβη. Η Γλωσσολογία που επέλεξα, στο δεύτερο έτος της σχολής, ήταν μάλλον κάτι τυχαίο. Δεν το μετάνιωσα όμως. Τέτοιον δάσκαλο, στα αχανή αμφιθέατρα του Πανεπιστημίου, πάντως, δεν βρήκα ποτέ. Ούτε κάπου αλλού.


- Στη δημοσιογραφία πώς βρέθηκες;

Με τη δημοσιογραφία ασχολούμαι από το 2011. Είχα αρκετό χρόνο τότε κι έγραφα σχεδόν κάθε μέρα μικρές φράσεις στο facebook. Ήταν η περίοδος που ήθελα να είμαι μόνο δημιουργική. Έψαχνα τον τρόπο. Είχα φύγει έτσι απλά, φορώντας το παλτό μου και αφήνοντας την κιμωλία στην έδρα, από φροντιστήριο, όπου εργαζόμουν. Είπα «εγώ δεν ονειρευόμουν αυτό το πράγμα». Κι έφυγα. Στη δημοσιογραφία βρέθηκα χωρίς να το περιμένω, απαντώντας θετικά σε ερώτηση της Σεμίνας Διγενή, που εκείνη την εποχή ετοίμαζε ένα σάιτ για το θέατρο. «Γράφεις καλά. Έρχεσαι στην ομάδα μας;». «Έρχομαι». Με ήξερε μόνο από το facebook.


- Πολιτιστικό ρεπορτάζ από πολιτική σκοπιά;

Τα τελευταία δύο χρόνια, γράφω στην κυριακάτικη εφημερίδα "Νέα Σελίδα" των εκδόσεων Λιβάνη. Έχω αναλάβει τις «Τέχνες» και μπορώ να πω, με το χέρι στην καρδιά, ότι αυτά τα δύο και κάτι χρόνια νιώθω την πληρότητα του ανθρώπου, που ζει από αυτό που αγαπάει. Στα κείμενά μου, είναι ξεκάθαρα όλα. Γράφω για ό,τι με καίει. Και θα παίρνω πάντα θέση.




- Έχεις πάρει συνεντεύξεις από πολλούς σημαντικούς ανθρώπους. Υπάρχει κάποιος που σε σημάδεψε;

Έχω συνομιλήσει με πάρα πολλούς ανθρώπους από τον χώρο της τέχνης, όλα αυτά τα χρόνια. Ο καθένας κάτι μου έχει πει που έχω κρατήσει και θα θυμάμαι. Απολαμβάνω πάντα την κουβέντα με τον συνθέτη Νίκο Ξυδάκη. Ο Σταμάτης Κραουνάκης -ποταμός. Ένα τηλεφώνημα του Κώστα Βουτσά, την επομένη της δημοσίευσης. Είναι σπουδαία εμπειρία η επαφή με τους ανθρώπους. Και μου αρέσει πολύ το όριο που έχω. Το όριο των 500 λέξεων.


- Με ποια σπουδαία προσωπικότητα, που δεν βρίσκεται εν ζωή, θα ήθελες να μιλήσεις και τι θα τη ρωτούσες;

Θα ήθελα να μπορούσα να γνωρίσω τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ζοζέ Σαραμάγκου και την Έλλη Λαμπέτη. Δεν ξέρω να σου πω τι θα ήθελα να τους ρωτήσω. Μπορώ όμως να σου πω ποια στιγμή θα ήθελα να τους συναντήσω. Τον Μάρκο στα μέσα της δεκαετίας του '30. Στην παλιά Κοκκινιά. Να τον δω με περιποιημένα μαλλιά και κοστούμι. Να περνάω, να βλέπω φως και να μπαίνω μέσα στο μπαρ «Ο Μάρκος», κι ας είμαι γυναίκα. Με τον Ζοζέ Σαραμάγκου θα ήθελα να ήμασταν συμμαθητές. Και να του χάριζα το πρώτο του βιβλίο - είχα διαβάσει σε συνέντευξή του ότι το πρώτο του βιβλίο το απέκτησε σε ηλικία 20 χρόνων, με δανεικά χρήματα-. Την Έλλη Λαμπέτη, το 1942. Να βρισκόμουν κάπου στην πλατεία του θεάτρου Rex και να την έβλεπα στο έργο «Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο». Να παρατηρούσα πώς παίζει ένα παιδί 15 χρόνων, που έχει δασκάλα την Μαρίκα Κοτοπούλη.


- Θέλεις ακόμη να γίνεις συγγραφέας;

Ονειρεύομαι πάντα να βρω την απερίσπαστη θέληση να γράψω κάτι ολοκληρωμένο. Και να είμαι συνεπής. Και ό,τι προκύψει.


- Γιατί αγαπάς τον Ζοζέ Σαραμάγκου;

Λατρεύω τον Ζοζέ Σαραμάγκου γιατί είχε και αυτός το «βλέμμα στραμμένο στην ουτοπία».


- «Χωρίς τον ενθουσιασμό – μέσα στον ενθουσιασμό βάζω και την οργή - δεν μπορεί να δουλέψει η ανθρωπότης» (Κ. Καβάφης) έγραψες μια μέρα. Νομίζω ότι είσαι η προσωποποίηση του ενθουσιασμού. Απελπίζεσαι ποτέ;

Δεν απελπίζομαι ποτέ. Έτσι έμαθα. Αυτό ξέρω να κάνω. Μεγάλωσα με έναν παππού, που δεν έχανε το κουράγιο του ποτέ. Ακόμη κι όταν δεν θυμόταν πια πώς να περπατήσει. Του αρκούσε που έδενε τα κορδόνια του κι ας μην έκανε βήμα. Νιώθω ότι το χρωστάω σε αυτόν τον άνθρωπο. Να είμαι τουλάχιστον ευγνώμων.


- Το αγαπημένο μου κείμενό σου είναι το “Αν ο Μπρεχτ είχε facebook”…


Αυτό το κείμενο, στο οποίο αναφέρεσαι, το «Αν ο Μπρεχτ είχε facebook», το πιστεύεις ότι δεν το έχω στο αρχείο μου (άραγε έχω αρχείο;) και δεν μπορώ πουθενά να το βρω; Σχεδόν δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι όμως να λέω «ξέρετε αυτό το κείμενο άρεσε πολύ στον αδερφό μου». Πολύ σημαντικό αυτό για μένα. Σαν Βραβείο Πούλιτζερ.


- Ποιο βιβλίο διαβάζεις τώρα;


Τώρα, διαβάζω το δοκίμιο «Κόκκιν' αχείλι εφίλησα» του ακούραστου Παντελή Μπουκάλα.




- Υπάρχει κάποιο πολιτιστικό γεγονός που σε συγκλόνισε τη χρονιά που έφυγε;


Τι με συγκλόνισε; Η μοναδική συναυλία που έδωσε το καλοκαίρι του 2019 ο Θάνος Μικρούτσικος, στο Ηρώδειο. Μεγάλη στιγμή για όλους όσοι βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ εκεί. Ξαναέφερα όλο αυτό στον νου μου, όσο περπατούσα στην Μάρκου Μουσούρου, στις 30/12, την ίδια ώρα που δίπλα, στο Πρώτο Νεκροταφείο, γινόταν η πολιτική κηδεία του συνθέτη. Δεν μπορούσα πάλι να χωρέσω στον παιδεμένο ρεαλισμό μου το τελεσίδικο του θανάτου. Θα θυμάμαι πάντα αυτή την συναυλία, γιατί είδα μπροστά μου έναν άνθρωπο, που όντως πορευόταν με την πλάτη στον τοίχο, να μας κάνει χώρο (ο ίδιος κατοικούσε χρόνια εκεί) «να χορέψουμε κι εμείς πάνω στο φτερό του καρχαρία».


- Όταν ακούς τη λέξη «Καλαμάτα» τι σου έρχεται στο μυαλό;


Καλαμάτα: είναι οι γονείς μου. Την έζησα την πόλη σερί 18 χρόνια, μένοντας στο κέντρο της, σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτο ανθρώπους. Είναι η πόλη που μου επέτρεψε να έχω το πιο ιερό βίωμα σαν παιδί και έφηβη: να μπορώ, όποτε θέλω, να κάνω μεγάλες βόλτες με το ποδήλατό μου. Και να μην αγωνιά κανείς γι' αυτό. «Πού ήσουν;», «Βόλτα με το ποδήλατο». Αυτή ήταν όλη μου η παιδική και εφηβική ηλικία. Μια βόλτα με ένα κίτρινο ποδήλατο.


- Τι εύχεσαι για το 2020;

Για το 2020, εύχομαι υγεία σαν το σίδερο, θάρρος και δικαιοσύνη.


*Οι φωτογραφίες είναι του
Marco Cayube