Αν η Στογιάνοβα ήταν Αμερικανίδα



Της Μαρίας Νίκα

Είδα ωραίες ταινίες τον Ιανουάριο στο 6o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Πελοποννήσου. Κάπου εκεί, μια Δευτέρα μεσημέρι, στη σκοτεινή αίθουσα Θόδωρος Αγγελόπουλος του Εργατικού Κέντρου Καλαμάτας, ανακάλυψα και μια φοβερή ποιήτρια. Τη Ντανίλα Στογιάνοβα (Σόφια 1961 - Παρίσι 1984).

Πέθανε στα 23 της χρόνια, αλλά από τα 15 της έγραφε εξαιρετική ποίηση και μετέφραζε από τα αγγλικά και τα γαλλικά, γλώσσες που γνώριζε άπταιστα. Αγαπούσε τη φύση, τα έντομα, τη βροχή, έγραφε για τη ζωή και το θάνατο. Δεν είχα ακούσει ποτέ ούτε το όνομά της και αν δεν είχε τύχει να παρακολουθήσω το ντοκιμαντέρ «Τι χρώμα έχει αυτός ο κόσμος;» της Ρατζίλα Δημήτροβα, θα εξακολουθούσα να την αγνοώ, ίσως για πάντα.

Κι όμως, ακούγοντας να διαβάζουν ποίησή της στην ταινία, σκεφτόμουν ότι αν η Στογιάνοβα είχε ζήσει μερικά χρόνια ακόμη ώστε να γράψει περισσότερο, αν δεν είχε πεθάνει από λευχαιμία αλλά είχε αυτοκτονήσει με γκάζι και, κυρίως, εάν δεν ήταν Βουλγάρα αλλά Αμερικανίδα, ίσως να είχε γίνει και αυτή «θρύλος» όπως η Σύλβια Πλαθ ή η Ανν Σέξτον – μεταξύ μας, προτιμώ τη δεύτερη.




Γυρνώντας στο σπίτι μετά την προβολή έψαξα στο διαδίκτυο να βρω ποίησή της. Στα ελληνικά δε βρήκα απολύτως τίποτα. Στα αγγλικά μόνο ένα ποίημά της μεταφρασμένο από τα βουλγαρικά. Το έγραψε στα 16 της. Επιχείρησα να το μεταφράσω στα ελληνικά:

Λένε πως δεν αγαπώ τη ζωή

Λένε πως δεν αγαπώ τη ζωή
Ότι αγαπώ τη νεκρή τουλίπα και όχι εκείνη που αναπνέει
Ότι είμαι ερωτευμένη με το λυγμό και νιώθω μόνο το γέλιο του σαρκασμού
Ότι προτιμώ τη βροχή και τον ηλεκτρισμένο άνεμο από τον ήλιο
Ότι στη μανιασμένη άνοιξη αναζητώ προκαθορισμένες τραγωδίες
Ότι θεωρώ το σαβάνωμα κάτι το ιερό
Ότι παραδέχομαι στον άνδρα μόνο την κτηνώδη σωφροσύνη του
Και ότι το να απωθώ το πλήθος με ενθουσιάζει
Παραξενιά ή ψευδαίσθηση;
Ξέρω μόνο ότι η κηδεία μου
δεν θα τελεστεί
Γιατί είναι δύσκολο να θάψεις κάποιον
που έχει ισοσταθμίσει το θάνατο με τη ζωή 
και ζει εξίσου και στα δύο.

They say I don’t love life

They say I don’t love life
That I love the dead tulip not the breathing one
that I’m in love with the sob and feel only
the laughter of the sarcastic
That to the sun I prefer the rain and the electric wind
that in the raging spring I seek out pre-ordained tragedies
that I take the shroud for something sacred
that I recognize man only in his animal wisdom
and that shoving with the mob intoxicates me
Oddness, or deception?
I only know my funeral
won’t take place
because it’s hard to bury someone
who puts death on par with life
and lives equally in both.