Πολυδούρη: “Θα μιλήσω απόψε κι ας με δέσουνε”



Της Μαρίας Νίκα 

Ομολογώ ότι η Πολυδούρη δε μου πολυάρεσε. Πώς να το πω; Ήμουν σε σύγχυση. Αυτός ο γλυκανάλατος μύθος της ονειροπαρμένης και θλιμμένης ποιήτριας που μαράζωσε εγκαταλειμμένη από τον Καρυωτάκη επισκίαζε την εικόνα της ασυμβίβαστης γυναίκας που ήταν μπροστά από την εποχή της. Επιπλέον, αν και έβρισκα καλά κάποια ποιήματά της, δεν ήταν και η αγαπημένη μου ποιήτρια. Άλλωστε πέθανε τόσο νέα. Μόλις 28 ετών. Δυο βιβλία πρόλαβε να βγάλει. Το γράψιμό της μου θύμιζε κάπως την Έμιλυ Ντίκινσον, για την οποία επίσης δεν τρελαίνομαι. Παρακολουθώντας όμως χθες το έργο της Ρούλας Γεωργακοπούλου είδα μια άλλη Πολυδούρη. Μια γυναίκα που στην Ελλάδα του 1920 αντί να παντρευτεί και να γίνει νοικοκυρά τόλμησε να ζήσει ελεύθερα, να δουλέψει και να γράψει, και που η ζωή της δεν ήταν μόνο ο Καρυωτάκης. Για την ακρίβεια, η Γεωργακοπούλου απ’ όλο το μονόλογο της μιας ώρας και κάτι, στον αυτόχειρα ποιητή αφιερώνει μόλις 3-4 λεπτά.

«Οδός Πολυδούρη». Συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και του αθηναϊκού Θεάτρου Ακροπόλ. Έκανε πρεμιέρα το 2014. Πολύ θα ήθελα να το έχω δει στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε η ποιήτρια, αλλά μας πρόλαβε ο Θοδωρής Γκόνης. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας είχε την ιδέα, η Καλαματιανή στην καταγωγή δημοσιογράφος, συγγραφέας και μεταφράστρια Ρούλα Γεωργακοπούλου έγραψε το εξαίσιο θεατρικό κείμενο και η Ιωάννα Παππά το ερμήνευσε συγκλονιστικά υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θοδωρή Γκόνη, κερδίζοντας και το βραβείο Μελίνα Μερκούρη 2016. Δεν μπόρεσα να το δω το 2014, το είδα τώρα χάρη... στην καραντίνα. Το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας διέθεσε την παράσταση για 48 ώρες από το διαδίκτυο στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μένουμε σπίτι βλέποντας θέατρο!».




Και πόσο επίκαιρο! Κορονοϊός – φυματίωση. Αρρώστιες των πνευμόνων, βήχας, αιμοπτύσεις. Η Πολυδούρη, λίγο πριν πεθάνει, μέσα από το Νοσοκομείο Σωτηρία αφηγείται τη ζωή της. Και η παράσταση αρχίζει:

«Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός συμβουλεύει τους ασθενείς με φυματίωση να είναι εύθυμοι, να έχουν θάρρος, να μη φιλούν ποτέ κανέναν, να μην καπνίζουν και να μην πίνουν οινοπνευματώδη. Οι φρόνιμοι δύσκολα γίνονται φθισικοί και δύσκολα αποθνήσκουν από φθίσιν. Η θεραπεία είναι ζήτημα υπομονής και θελήσεως!».

Η Πολυδούρη καπνίζει. Καπνίζει συνέχεια. Και ανάμεσα σε γάντια, αντισηπτικά, οινόπνευμα, ορούς και μπουκάλες οξυγόνου, σε μουσικές και κουδουνίσματα τηλεφώνων, χτύπους γραφομηχανής και ήχους ρολογιών και αναπνευστήρων, με αμφίεση κολυμβήτριας της εποχής της, παλεύει εξεγερμένη «να κρατήσει το κεφάλι της έξω απ’ το νερό». Όπλο της ο σαρκασμός. «Θα μιλήσω απόψε κι ας με δέσουνε».

Το πνευματώδες, μαύρο χιούμορ της Γεωργακοπούλου διάχυτο στο έργο.

«Δεν είναι να εκτίθεσαι στην πραγματικότητα χωρίς πρώτα να έχεις ρίξει κάτι πάνω σου… ».




Εκπληκτική η σκηνή όπου η μητέρα της ποιήτριας ειρωνεύεται, μεταξύ άλλων ανδρών λογοτεχνών (Παλαμά, Καρκαβίτσα, Καμπούρογλου), τον μισογύνη Εμμανουήλ Ροΐδη για τις απόψεις του όσον αφορά τη θέση της γυναίκας στην εργασία και τη λογοτεχνία, αντιπαραβάλλοντας τη Τζορτζ Έλιοτ, τη Γεωργία Σάνδη, τη Σεβινιέ.

Και η στιγμή που η ποιήτρια απευθύνεται με κυνικότητα, ίσως και θυμό, στο νεκρό Καρυωτάκη:

«Οι ίδιες υπερβολές… Να ζει κανείς ή να μη ζει… Λυπάμαι που ήρθαν έτσι τα πράγματα Τάκη… Πώς να στο πω για να μη σε πληγώσω; Το ΄ξερες ότι ακόμη κι ο Αλ Καπόνε είχε σύφιλη; Εσύ από που κι ως που εγείρεις την αξίωση για ένα τόσο αυστηρά προσωπικό δράμα;».

Η γλώσσα της Γεωργακοπούλου σκληρή αλλά και ποιητική:

«Ο θάνατος κάνει πολύ θόρυβο τα μεσημέρια», «χαζεύω τις θαλασσογραφίες του παλμογράφου», «η φωτοσύνθεση είναι η πιο ύπουλη πάθηση».

Και βέβαια το έργο έχει αρκετή Καλαμάτα. Οι νεραντζιές στη γωνία Φαρών και Σανταρόζα, η προκυμαία με τους ιβίσκους, οι όχθες του ξεροπόταμου «που είχε το ψώνιο από καιρού εις καιρόν να παριστάνει το Σηκουάνα», οι λιγιές της οδού Αρτέμιδος, οι μεταξοσκώληκες – η Καλαμάτα ήταν κάποτε η πόλη του μεταξιού – και ο πίνακας του Παρθένη με το λιμάνι, στο βάθος.

Σε αυτή την ωραία παράσταση τα σκηνικά και τα κοστούμια ήταν της Ελένης Στρούλια, η μουσική του Αλέξανδρου Γκόνη, η χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα, οι φωτογραφίες του Σπύρου Στάβερη και βοηθός σκηνοθέτη ήταν η Ζωή Δρακοπούλου.