Όλες οι λύπες αντέχονται αρκεί να μπουν σε μια ιστορία


Την Ξένια Κουναλάκη την εκτιμώ χρόνια. Όχι μόνο ως δημοσιογράφο αλλά και ως ελεύθερο άνθρωπο. Ωστόσο πάντα κρατούσα μια μικρή «απόσταση». Τη θεωρούσα «παιδί του Κολωνακίου». Δεν τη θεωρώ πια.

Χθες διάβασα το «Οξυγόνο». Το πρώτο της μυθιστόρημα. Όταν κυκλοφόρησε, πριν από λίγο καιρό, πήγα αμέσως και το αγόρασα. Ίσως και να το έκανα από υποχρέωση, επειδή το πρώτο της βιβλίο «Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές», επίσης από τις εκδόσεις Πόλις, με είχε επηρεάσει πολύ. Τόσο ώστε να με κινητοποιήσει να πάρω αποφάσεις για τη ζωή μου. Έτσι όταν βγήκε το «Οξυγόνο» θεώρησα υποχρέωσή μου να το αγοράσω, ακόμη κι αν το θέμα φαινόταν, αρχικά, να μη μ’ ενδιαφέρει.

Μια παρέα μεσηλίκων επιστρέφει σ’ ένα ελληνικό νησί για να κάνει μνημόσυνο στο φίλο της που πνίγηκε εκεί, στις φοιτητικές διακοπές τους, πριν από 20 χρόνια. Η ιστορία ξεκινά στην Τήλο το καλοκαίρι του ΄90 και τελειώνει στο ίδιος μέρος μια 20ετία μετά. Εν τω μεταξύ γνωρίζουμε ένα ένα τα μέλη της παρέας, παρακολουθούμε τη ζωή τους στην Αθήνα αλλά και τη ζωή των παιδιών τους - κάποιοι από αυτούς έχουν κάνει οικογένεια εντός ή εκτός γάμου.

Η Ξένια Κουναλάκη γράφει απλά, γρήγορα, κοφτά, δημοσιογραφικά. Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε μικρές ενότητες που περιγράφουν χαρακτηριστικές ιστορίες από τις ζωές των ηρώων. Ο Πέτρος που χάνει τη δουλειά του εν μέσω κρίσης κι έχει να πληρώσει στεγαστικό και ρύθμιση ΕΝΦΙΑ, ο Σταμάτης που απατά τη γυναίκα του, η Κατερίνα που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάθλιψης, η Εμμανουέλα η συγγραφέας που θέλει να κάνει παιδί με δότη σπέρματος από τη Δανία, η Ευρυδίκη η ψυχίατρος που δουλεύει με πρόσφυγες και μετανάστες, ο Γιάννης ο εισοδηματίας «με το θράσος του ανθρώπου που δεν έχει ψάξει ποτέ για δουλειά». Και παράλληλα τα παιδιά τους και οι φίλοι τους, που κάνουν «τσατ», ανταλλάσσουν όλη μέρα μηνύματα στο messenger, «χαζεύουν κωλαράκια» στο insta κι ερωτεύονται, πότε με τρόπο κυνικό και πότε τόσο ρομαντικά που σου ΄ρχεται να κλάψεις. Όπως ο Χάρης. Που κάθε πρωί περιμένει να διανύσει την απόσταση Μοναστηράκι - Μοσχάτο με τον ηλεκτρικό, μόνο και μόνο για να καθίσει για δέκα λεπτά δίπλα στο κορίτσι που κάνει την ίδια διαδρομή. Της λέει ψέματα ότι δουλεύει και τα Σάββατα για να τη βλέπει. Βάζει ξυπνητήρι στις 7, κάνει μπάνιο, αρωματίζεται, φτιάχνει τα μαλλιά του με ζελέ. Τη συναντάει στις 8.32 στο δεύτερο βαγόνι, ύστερα κατεβαίνει στο Μοσχάτο, παίρνει το επόμενο τρένο και γυρνά σπίτι του να ξανακοιμηθεί.   

Η «πτήση» είναι το αγαπημένο μου κεφάλαιο. Η Ευρυδίκη μπαίνει στο αεροπλάνο για να ταξιδέψει Βιέννη-Αθήνα. Ακριβώς δίπλα της κάθεται ένας παχουλός Έλληνας. Ανατριχιάζει που άθελά του, λόγω του πάχους του, την αγγίζει με το σώμα. Σκέφτεται άσχημα γι’ αυτόν, θέλει ν’ αλλάξει θέση, τον θεωρεί άξεστο «Ελληνάρα», τον συγκρίνει με τους διακριτικούς Ευρωπαίους που κρατούν αποστάσεις και βάζει τα ακουστικά της για να ακούσει μουσική και να τον αποφύγει, ενώ εκείνος φιλικά προσπαθεί να της πιάσει την κουβέντα. Κάποια στιγμή της αποκαλύπτει ότι για χρόνια μάζευε λεφτά ώστε να κάνει αυτό το ταξίδι με τη γυναίκα του στη Βιέννη. Ήταν το όνειρό της. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του αρρώστησε και πέθανε. Κι έτσι έκανε το ταξίδι μόνος. Της το είχε υποσχεθεί. Πήγε σε όλα τα μέρη που θα ήθελε να πάει εκείνη, έβλεπε τα αξιοθέατα και της μιλούσε σαν να ήταν μαζί του. Είναι απαρηγόρητος. Χωρίς αυτήν, λέει, νιώθει μισός. Η Ευρυδίκη παλεύει να συγκρατήσει τα δάκρυά της, ο συνεπιβάτης της έχει αποκοιμηθεί κι εκείνη ακουμπά τρυφερά το χέρι της πάνω στο δικό του.

Αυτό είναι για μένα το μαγικό στο βιβλίο της Ξένιας Κουναλάκη. Το πώς μέσα σε τέσσερις-πέντε σελίδες καταφέρνει να μετατρέπει τον κυνισμό, τον προτεσταντισμό των ανθρώπων, σε ενσυναίσθηση, κατανόηση, νοιάξιμο για τον άλλο. Γιατί τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.

Στο «Οξυγόνο» καταργούνται και οι τάξεις. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι. Άνθρωποι με προβλήματα. Έστω και αν κάποια προβλήματα είναι πιο σοβαρά από άλλα. Είτε πρόκειται για τον Γιάννη τον εισοδηματία, που είναι γκέι και τρέμει να το πει στους γονείς και τους φίλους του, είτε για τον Πέτρο, που ξαφνικά βρίσκεται χωρίς δουλειά με χρέη, είτε για την Εμμανουέλα που προσπαθεί απεγνωσμένα να κάνει παιδί, είτε για την Αφγανή πρόσφυγα που αυτοκτονεί και αφήνει μόνο το 3χρονο κοριτσάκι της, είτε για την Αμίνα, την κοπέλα από την Αλβανία που λέει ψέματα πως είναι Ιταλίδα και ντρέπεται για τη μάνα της που μιλάει αλβανικά, φροντίζει άρρωστους ηλικιωμένους και νοσταλγεί τους Αγίους Σαράντα. 

Τελειώνοντας το βιβλίο, θυμήθηκα μια φράση του συγγραφέα Γιάννη Ξανθούλη, σε μια βιβλιοπαρουσίασή του στην Καλαμάτα πριν από χρόνια: «Όλες οι λύπες αντέχονται αρκεί να μπουν σε μια ιστορία».

Μαρία Νίκα